- εὐψυχεῖν
- εὐψῡχεῖν , εὐψυχέωto be of good couragepres inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευψυχώ — εὐψυχῶ, έω (ΑΜ) [εύψυχος Ι] είμαι εύψυχος, έχω θάρρος και τόλμη μσν. αντέχω, είμαι γερός αρχ. 1. (το απρμφ.) εὐψυχεῑν να χαίρεσαι, να είσαι ευτυχής 2. (σε επιτύμβια επιγρ.) φρ. «εὐψύχει» αναπαύσου, ας έχεις ελαφρό χώμα … Dictionary of Greek